συμφόρηση

συμφόρηση
[-ις (-εως)] η
1) скопление, сосредоточение; нагромождение; 2) мед. прилив (чаще к голове); застой;

εγκεφαλική συμφόρηση — прилив (крови) к голове;

πνευμονική συμφόρηση — застой крови в лёгких;

3):

του 'ρθε συμφόρηση — ему кровь ударила в голову


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμφόρηση" в других словарях:

  • συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… …   Dictionary of Greek

  • συμφορήσῃ — συμφορήσηι , συμφόρησις bringing together fem dat sg (epic) συμφορέω bring together aor subj mid 2nd sg συμφορέω bring together aor subj act 3rd sg συμφορέω bring together fut ind mid 2nd sg συμφορέω bring together aor subj mid 2nd sg συμφορέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφορητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμφόρηση 2. αυτός που προκαλεί συμφόρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφόρηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιωάννη Παδοβά] …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • συ(μ)φόρηση — η 1. υπερβολική συσσώρευση αίματος στα αγγεία κάποιου οργάνου: Πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση. 2. μτφ., συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, έτσι που να μη χωρούν κάπου: Στις ώρες μεγάλης αιχμής παρουσιάζεται στους δρόμους της πόλης μας κυκλοφοριακή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπληξία — Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται όταν, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος ή της μεγάλης παραγωγής ενδογενούς θερμότητας (έντονη σωματική εργασία), η φυσική θερμορρύθμιση γίνεται ανεπαρκής εξαιτίας ακατάλληλων ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • κρεάτωση — η ιατρ. η όψη μυϊκής μάζας που παίρνει το πνευμονικό παρέγχυμα κατά τη χρόνια πνευμονική συμφόρηση τών καρδιοπαθών και κατά τη βρογχοπνευμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carnification < αγγλ. carnify (< carni <… …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρισμα — το [μποτιλιάρω] 1. γέμισμα φιαλών, εμφιάλωση 2. μτφ. α) αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι β) κυκλοφοριακή συμφόρηση …   Dictionary of Greek

  • πήξιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό 2. μτφ. α) συνωστισμός β) κυκλοφοριακή συμφόρηση γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού πήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»